- κάμωμα
- τοη πράξη και το αποτέλεσμα του κάνω, έργο: Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κάμωμα — το [καμώνω] (Μ κάμωμα[ν] και κάμουμα) 1. ενέργεια, έργο, πράξη 2. ίδρυση, κατασκευή, φτειάξιμο 3. (ιδίως στον πληθ.) τα καμώματα τα κατορθώματα νεοελλ. 1. (για καρπούς) ωρίμαση, γίνωμα, ωρίμασμα 2. (μτφ., στον πληθ.) τα καμώματα α) πείσματα,… … Dictionary of Greek
κρυφοκάμωμα — κρυφοκάμωμα, τὸ (Μ) μυστική, κρυφή πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ό) * + κάμωμα (< κάνω), πρβλ. απο κάμωμα, ξε κάμωμα] … Dictionary of Greek
αλαφροκάμωμα — το ανόητη συμπεριφορά, επιπόλαιη πράξη, επιπολαιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + κάμωμα] … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
καμωματάς — και καμωματής και καμωματάρης, ὁ, θηλ. καμωματού [κάμωμα] αυτός που κάνει πολλά καμώματα, επιτηδευμένος, ναζιάρης, πεισματάρης … Dictionary of Greek
ξεκάμωμα — το το ξέκαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + κάμωμα (< καμώνω)] … Dictionary of Greek
ψιλοκάμωμα — το, Ν ψιλοδουλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + κάμωμα] … Dictionary of Greek
νάζι — το (λ. τουρκ.), σκέρτσο, κάμωμα, προσποίηση, φιλαρέσκεια: Είναι όλο σκέρτσο κι όλο νάζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)